ΑΠΟΤΙΤΑΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ

Τι είναι οι αποτιτανώσεις ή ασβεστώσεις μαστού;

Οι μικροαποτιτανώσεις αποτελούν ένα από τα συχνότερα μαστογραφικά ευρήματα και σχετίζονται συνήθως με καλοήθεις αιτίες. Πρόκειται για εναποθέσεις αλάτων ασβεστίου στο μαστό, που είναι ορατές στη μαστογραφία σαν μικρά στίγματα. Σε μικρό ποσοστό ασθενών σχετίζονται με την ανάπτυξη πορογενούς καρκινώματος in situ (DCIS) και λιγότερο συχνά με παρουσία διηθητικού πορογενούς καρκίνου. Σπανιότερα σχετίζονται με λοβιακού τύπου νεοπλασία.

Η βασική λειτουργική μονάδα του μαστού είναι το λοβίδιο. Το λοβίδιο αποτελείται από 10-100 βοτρύδια (acini), που καταλήγουν σ’ έναν τελικό πόρο. Ο τελικός πόρος καταλήγει σε μεγαλύτερους πόρους και τελικά στον κύριο πόρο του λοβίου (ή του τμήματος) που εκβάλλει στη θηλή (γαλακτοφόροι πόροι). Το λοβίδιο -ως δομή- είναι εξαιρετικής σημασίας γιατί οι περισσότερες νεοπλασίες ξεκινούν από εκεί. Η πλειονότητα των αποτιτανώσεων αναπτύσσεται εντός των τελικών πόρων ή εντός των βοτρυδίων.

Διαγνωστική προσπέλαση

Η διαγνωστική προσπέλαση των μικροαποτιτανώσεων βασίζεται στην εκτίμηση της μορφολογίας τους, που είναι και το κυριότερο κριτήριο της κατανομής τους και της μεταβολής τους στην πορεία του χρόνου.

Καλοήθεις αποτιτανώσεις

Δερματικού τύπου (είναι στρογγυλές)
Αγγειακού τύπου (είναι γραμμοειδείς tram track-line)
Δυστροφικού τύπου (αναπτύσσονται σε ουλώδη ιστό)
Εκκριτικού τύπου (αναπτύσσονται κατά μήκος των πόρων, είναι κυλινδρικές)
Λοβιακού τύπου (εντός της τελικής ανατομικής δομής του βοτρυδίου, είναι στρογγυλές, ελλειψοειδείς, ίσως σχηματίζουν ομάδες, μπορεί να είναι διάσπαρτες ή συρρέουσες)
Είναι λεπτές, πλειόμορφες, ανομοιογενείς ως προς την πυκνότητά τους και το σχήμα τους.

Αποτιτανώσεις υψηλής πιθανότητας για κακοήθεια

Το πιο συχνό μαστογραφικό εύρημα που σχετίζεται με την ανάπτυξη πορογενούς καρκινώματος in situ (DCIS) είναι η παρουσία μικροαποτιτανώσεων σε ασυμπτωματικές γυναίκες. Χάρη στη διαρκή βελτίωση των διαθέσιμων απεικονιστικών τεχνικών και την ευρύτερη συμμετοχή των γυναικών στα προγράμματα προσυμπτωματικού πληθυσμιακού ελέγχου, σήμερα το DCIS αντιπροσωπεύει το 22%-45% όλων των διαγνωσθέντων καρκίνων του μαστού.

Φαίνεται ότι η μορφολογία των μικροαποτιτανώσεων έχει κάποια σχέση με την εξέλιξη, με τις υψηλής πιθανότητας για κακοήθεια αποτιτανώσεις να χαρακτηρίζουν τα high-grade DCIS, αυτά δηλαδή με υψηλό δυναμικό εξέλιξης σε διηθητική νόσο, και τις ενδιάμεσης πιθανότητας για κακοήθεια, άμορφες, να χαρακτηρίζουν μια εξελικτική διαδικασία από την άτυπη επιθηλιακή υπερπλασία ως τα low-grade DCIS, με χαμηλότερο δυναμικό εξέλιξης σε διηθητική νόσο.

Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται προσπάθειες συσχέτισης βιολογικών προγνωστικών δεικτών των νεοπλασμάτων με τη μαστογραφική απεικόνιση των μικροαποτιτανώσεών τους, με σκοπό την καλύτερη επιλογή θεραπείας για την κάθε περίπτωση. Το βέβαιο είναι πως, παρότι μπορεί να γίνεται υπερδιάγνωση και υπερθεραπεία σε κάποιες περιπτώσεις, η πρώιμη διάγνωση και η θεραπεία είναι κομβικές.

Μαστογραφία παρασκευάσματος βιοψίας κατόπιν εντοπισμού με συρμάτινο οδηγό. Εδώ φαίνεται ένα μικρό τμήμα μαστού με ύποπτες αποτιτανώσεις που αφαιρέθηκε. Φαίνεται, επίσης, η άκρη του σύρματος με το αγκίστρι στην άκρη του που μας καθοδήγησε να βρούμε το μαστογραφικό εύρημα που δεν ψηλαφούσαμε.

Σε περίπτωση που οι αποτιτανώσεις κρίνονται λιγότερο ή περισσότερο ύποπτες πρέπει να γίνει αφαίρεσή τους. Η αφαίρεση αυτή μπορεί να γίνει με τον κλασσικό τρόπο στο χειρουργείο μετά από τη στερεοτακτική τοποθέτηση κάποιου σύρματος ή ραδιοϊσοτόπου, δεδομένου ότι οι αποτιτανώσεις είναι συνήθως αψηλάφητες. Ο χειρουργός αφαιρεί την περιοχή οδηγούμενος από το σύρμα. Ακολουθεί μαστογραφία παρασκευάσματος την ώρα του χειρουργείου για να είμαστε σίγουροι ότι έχουν αφαιρεθεί όλες οι αποτιτανώσεις. Αυτός είναι ο ογκολογικά πιο σωστός τρόπος. Σε περίπτωση που οι αποτιτανώσεις είναι λιγότερο ύποπτες, η ασθενής είναι νέα και δεν υπάρχει σημαντικό οικογενειακό ιστορικό, μπορεί η αφαίρεση να γίνει και στερεοτακτικά υπό μαστογραφικό έλεγχο με τοπική αναισθησία. Το πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι δεν είναι κανονικό χειρουργείο με τομή και γενική νάρκωση.

Γίνεται με τη χρήση χοντρής βελόνας υπό τοπική αναισθησία και με τη βοήθεια συστήματος κενού αέρος για τη λήψη περισσότερου υλικού. Τα μειονεκτήματα της μεθόδου είναι η υποεκτίμηση της βλάβης (δηλαδή να θεωρηθεί στην ιστολογική πιο "αθώα" η βλάβη απ' ό,τι είναι πραγματικά), η δημιουργία αιματώματος και ο συμβιβασμός στην ογκολογική εξαίρεση, όσον αφορά στον καθορισμό των υγειών ορίων. Επίσης, κάποιες ατυπίες μπορούν να διαχωριστούν από καρκίνους χαμηλής επιθετικότητας μόνο αν γίνει πλήρης αφαίρεση της βλάβης. Σε περίπτωση που η ιστολογική εξέταση της βλάβης δείξει κάποιο καρκίνο πρέπει να ακολουθήσει κανονικό χειρουργείο.

Facebook